Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν ξέρει ακόμα να δέσει το

  • 1 βρακί

    τό
    1) брюки, штаны; 2) трико, панталоны (женские); кальсоны, трусы (мужские);

    § τα 'κάνε στα βρακιά ( — или στο βρακ) του — он наложил в штаны;

    δεν έχει βρακί να φορέσει — он гол как сокол;

    την πήρε με το ( — или χωρίς) βρακί — он взял её в дом в одной рубашке;

    τον έχει ( — или τον βάζει) στο βρακί της — он у неё под каблуком; — она вертит им как хочет;

    δεν ξέρει ακόμα να δέσει το βρακί της — она шагу ступить не умеет;

    αβρακος βρακίν εφόρειε κάθε πόρτα και το θώρειε ( — или κάθε πάτημα το θώρειε) — погов, из грязи да в князи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρακί

См. также в других словарях:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»