-
1 βρακί
τό1) брюки, штаны; 2) трико, панталоны (женские); кальсоны, трусы (мужские);§ τα 'κάνε στα βρακιά ( — или στο βρακ) του — он наложил в штаны;
δεν έχει βρακί να φορέσει — он гол как сокол;
την πήρε με το ( — или χωρίς) βρακί — он взял её в дом в одной рубашке;
τον έχει ( — или τον βάζει) στο βρακί της — он у неё под каблуком; — она вертит им как хочет;
δεν ξέρει ακόμα να δέσει το βρακί της — она шагу ступить не умеет;
αβρακος βρακίν εφόρειε κάθε πόρτα και το θώρειε ( — или κάθε πάτημα το θώρειε) — погов, из грязи да в князи
См. также в других словарях:
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek